Αναταράξεις προκαλεί, μετά τις χθεσινές αποκαλύψεις του ΡΙΚ, η έρευνα
του οίκου Alvarez & Marsal, η οποία φέρνει στην επιφάνεια τις
γκρίζες ζώνες σε θέματα εποπτείας, εταιρικής διακυβέρνησης, παραλείψεις,
απουσία εγγράφων, ανάληψη ρίσκου και των κενών που οδήγησαν την Τράπεζα
Κύπρου στη σημερινή κατάσταση.
Σήμερα, η εφημερίδα «Φιλελεύθερος» παρουσιάζει, όπως υποστηρίζει, ένα μέρος της έρευνας που αφορά την Τράπεζα Κύπρου και τις επενδύσεις στα ελληνικά ομόλογα, τα οποία στοίχισαν ζημιές δισεκατομμυρίων ευρώ στους μετόχους και τους καταθέτες της.
Τα πρόσωπα και οι ενέργειές τους, που έθεσε στο μικροσκόπιο του ο αμερικάνικος οίκος για τη συλλογή καταθέσεων και υλικού είναι, σύμφωνα με την εφημερίδα, ο Ανδρέας Ηλιάδης, τέως διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας Κύπρου, η μέχρι πρότινος ανώτερη διευθυντική ομάδα αποτελούμενη από τους Γιάννη Κυπρή, Νικόλα Καρυδά, Χριστάκη Πατσαλίδη, Χρήστη Χατζημιτσή, Θεόδωρο Αλέπη, Δέσποινα Κυριακίδου, Μαρία Χριστοφίδου, Κωνσταντίνο Τσολάκη, Κώστα Πίτσιλλο, Ελίζα Λειβαδιώτου, Γιώργο Γεωργιάδη, Γιώργο Κουμαντάρη, Αννίτα Δομιανού, Κυριάκο Τσολάκη και οι τέως διοικητικοί σύμβουλοι Ευδόκιμος Ξενοφώντος, Κώστας Σεβέρης και ο Χρήστος Μουσκής.
Από την Κεντρική Τράπεζα στοιχεία ζητήθηκαν από τον τέως διοικητή της Κεντρικής, Αθανάσιο Ορφανίδη, και τους ανώτερους λειτουργούς Χρήστο Φανόπουλο, Κώστα Πουλλή, Σπύρο Σταυρινάκη και Αργυρώ Προκοπίου.
Η έρευνα της Alvarez με θέμα «Investigation report Bank of Cyprus - Holdings of Greek Government Bonds» δείχνει αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία μέσα από τα έγγραφα, τους σκληρούς δίσκους και τις προφορικές συνεντεύξεις που λήφθηκαν από τα κεντρικά πρόσωπα.
Τα πιο τρανταχτά στοιχεία της έρευνας είναι:
- Οι επενδύσεις σε ελληνικά ομόλογα από ένα επίπεδο και άνω γίνονταν χωρίς τα απαραίτητα δικαιολογητικά.
- Δεν υπάρχει επαρκής πληροφόρηση και κάποια μέλη του διοικητικού συμβουλίου δεν είχαν ολοκληρωμένη εικόνα για την αγορά των ελληνικών ομολόγων.
- Η Κεντρική Τράπεζα για άγνωστο λόγο δεν έκανε ελέγχους ανά τακτά χρονικά διαστήματα.
- Η δομή των μπόνους για τον κ. Ηλιάδη και τον κ. Κυπρή ήταν εκτός προγραμματισμού της Τράπεζας, γεγονός που προκύπτει ότι η Τράπεζα συνέτεινε σε μια μείωση των μπόνους τους. Τα μπόνους ήταν βασισμένα στην επίδοση της Τράπεζας έναντι του ισολογισμού της.
Στο πόρισμα της έρευνας ο οίκος Alvarez & Marsal αναφέρει ότι ο Χριστάκης Πατσαλίδης διευθυντής του τμήματος Treasury της Τράπεζας Κύπρου, υποστήριξε ότι «το χαρτοφυλάκιο δεν ήταν κερδοφόρο. Επίσης οι στόχοι που είχε θέσει ο διευθύνων σύμβουλος Ανδρέας Ηλιάδης ήταν μη εφικτοί».
Ο Νικόλας Καρυδάς, διευθυντής διαχείρισης πιστωτικού κινδύνου και αγορών, συμφώνησε ότι «το χαρτοφυλάκιο δεν ήταν κερδοφόρο και οι άνθρωποι που το διαχειρίζονταν δεν είχαν επαρκή πείρα και αμείβονταν δυσανάλογα με τα κέρδη της Τράπεζας». Ο κ. Ηλιάδης θεωρούσε από την πλευρά του ότι «ο κ. Καρυδάς μπορούσε να κάνει καλύτερη δουλειά ώστε το χαρτοφυλάκιο να είχε μεγαλύτερο κέρδος».
Ο οίκος στο πόρισμά του αναφέρει ότι στις 16 Δεκεμβρίου 2009 η Τράπεζα Κύπρου ζήτησε και παρέλαβε 3 δισ. ευρώ από την ΕΚΤ. Τα χρήματα δεν χρησιμοποιήθηκαν για να καλύψουν μόνο το ισοζύγιο της Τράπεζας, αλλά έγινε επένδυση σε κρατικά ομόλογα. Στις 21 Δεκεμβρίου 2009 η επιτροπή ALCO ενέκρινε αύξηση στο επίπεδο των ομολόγων της Τράπεζας στα 6 δισ. ευρώ από το οποίο η επένδυση ήταν σε ελληνικά και κυπριακά ομόλογα από 2 δισ. ευρώ το καθένα.
Όπως αναφέρει το πόρισμα της Alvarez & Marsal, η επιτροπή ΑLCO και η υπεύθυνη Επιτροπή Διαχείρισης Κινδύνου αποκάλυψαν αύξηση στο επίπεδο επένδυσης στα ελληνικά ομόλογα από την Τράπεζα, χωρίς κανένα αποδεικτικό έγγραφο που να αποδεικνύει τη λογική της επιπλέον επένδυσης. Επισημαίνεται ότι ο κ. Ηλιάδης και ο κ. Κυπρή ήταν μέλη της Διαχειριστικής Επιτροπής Κινδύνου και «συναίνεσαν στις πιο πάνω αποφάσεις της Τράπεζας».
Από την έρευνα προκύπτει ότι η Κεντρική Τράπεζα Κύπρου είχε έλλειψη προσωπικού και εμπειρίας. Ο οίκος αναφέρει ότι η ΚΤΚ δεν ακολούθησε τη διαδικασία συλλογής πληροφοριών για τις επενδύσεις σε τακτά χρονικά διαστήματα, για άγνωστο λόγο.
Η έρευνα ασχολείται και με τη μετατροπή της Marfin Egnatia Bank σε ελληνική τράπεζα με την ονομασία Marfin Popular Bank, τη μετέπειτα Cyprus Popular Bank (Λαϊκή).
Ο οίκος Αlvarez διαμήνυσε ότι χρειαζόταν τα απαραίτητα έγγραφα από όλους στα σχετικά τμήματα των τραπεζών για να διεξάγει έρευνες. Ωστόσο οι αυστηροί νόμοι της Κύπρου που σχετίζονται με την προστασία των προσωπικών δεδομένων, οδηγούσαν σε μια συνεχιζόμενη καθυστέρηση για τη συγκέντρωση των εγγράφων της Λαϊκής. Ο οίκος ζήτησε να γίνει μια έρευνα για τους λόγους που οδήγησαν τη Λαϊκή να ζητήσει κρατική βοήθεια. Αυτό ήταν για να διαπιστωθεί κατά πόσον είχε σχέση η κατάσταση της Τράπεζας με τα ελληνικά ομόλογα. Στην έρευνα αναφέρεται ότι ο πρόεδρος της Λαϊκής, Ανδρέας Φιλίππου, σε συζήτηση με ανώτερο στέλεχος της Κεντρικής, υποστήριξε ότι η συγκεκριμένη έρευνα θα είχε επιπτώσεις στην πιθανή ανάκαμψη της τράπεζας. Το γεγονός αυτό πυροδότησε έναν διάλογο που κατέληξε στο συμπέρασμα να ελαχιστοποιηθεί η έρευνα. Η έρευνα δεν επικεντρώθηκε στη μετατροπή της Λαϊκής σε Marfin αλλά στην εποπτεία που διενήργησε η Κ.Τ. για τη μετατροπή.
Η έκθεση αποφαίνεται ότι διαγράφηκε μαρτυρικό υλικό από τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, δύο ανώτατων στελεχών της Τράπεζας Κύπρου.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, η ερευνητική ομάδα διαπίστωσε ότι οι δύο συγκεκριμένοι βασικοί θεματοφύλακες είχαν πολύ λίγα ή καθόλου ηλεκτρονικά μηνύματα κατά την περίοδο 2009 και 2010. Από εξειδικευμένη έρευνα που έγινε από τεχνικούς ηλεκτρονικών υπολογιστών, μετά την εξασφάλιση σχετικής άδειας από την Κεντρική Τράπεζα στις 8 Νοεμβρίου του 2012, διαφάνηκε ότι οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές των δύο ανώτατων στελεχών, Ανδρέα Ηλιάδη και Χριστάκη Πατσαλίδη, είχαν λογισμικό διαγραφής δεδομένων, το οποίο δεν αποτελούσε μέρος των συνήθων λογισμικών που εγκαθίσταντο στην Τράπεζα Κύπρου.
Από την έρευνα των τεχνικών ηλεκτρονικών υπολογιστών, διαφάνηκε ότι έγιναν μαζικές διαγραφές από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή του κ. Πατσαλίδη, στις 18 Οκτωβρίου του 2012. Διαφάνηκε επίσης ότι μερικές διαγραφές έγιναν και μετά την επιστολή της Κεντρικής Τράπεζας που είχε αποσταλεί στις 21 Αυγούστου του 2012, με την οποία τους ενημέρωνε ότι θα άρχιζε έρευνα και θα εξετάζονταν όλα τα δεδομένα τους.
Στην έκθεση της Alvarez & Marsal, αναφέρεται επίσης ότι ενημερώθηκαν ότι ο φορητός υπολογιστής του κ. Ηλιάδη, δόθηκε στον ίδιο, όταν έφυγε από την Τράπεζα και ότι αυτή ήταν η συνήθης πρακτική που ακολουθείτο για υψηλόβαθμα στελέχη.
Σήμερα, η εφημερίδα «Φιλελεύθερος» παρουσιάζει, όπως υποστηρίζει, ένα μέρος της έρευνας που αφορά την Τράπεζα Κύπρου και τις επενδύσεις στα ελληνικά ομόλογα, τα οποία στοίχισαν ζημιές δισεκατομμυρίων ευρώ στους μετόχους και τους καταθέτες της.
Τα πρόσωπα και οι ενέργειές τους, που έθεσε στο μικροσκόπιο του ο αμερικάνικος οίκος για τη συλλογή καταθέσεων και υλικού είναι, σύμφωνα με την εφημερίδα, ο Ανδρέας Ηλιάδης, τέως διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας Κύπρου, η μέχρι πρότινος ανώτερη διευθυντική ομάδα αποτελούμενη από τους Γιάννη Κυπρή, Νικόλα Καρυδά, Χριστάκη Πατσαλίδη, Χρήστη Χατζημιτσή, Θεόδωρο Αλέπη, Δέσποινα Κυριακίδου, Μαρία Χριστοφίδου, Κωνσταντίνο Τσολάκη, Κώστα Πίτσιλλο, Ελίζα Λειβαδιώτου, Γιώργο Γεωργιάδη, Γιώργο Κουμαντάρη, Αννίτα Δομιανού, Κυριάκο Τσολάκη και οι τέως διοικητικοί σύμβουλοι Ευδόκιμος Ξενοφώντος, Κώστας Σεβέρης και ο Χρήστος Μουσκής.
Από την Κεντρική Τράπεζα στοιχεία ζητήθηκαν από τον τέως διοικητή της Κεντρικής, Αθανάσιο Ορφανίδη, και τους ανώτερους λειτουργούς Χρήστο Φανόπουλο, Κώστα Πουλλή, Σπύρο Σταυρινάκη και Αργυρώ Προκοπίου.
Η έρευνα της Alvarez με θέμα «Investigation report Bank of Cyprus - Holdings of Greek Government Bonds» δείχνει αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία μέσα από τα έγγραφα, τους σκληρούς δίσκους και τις προφορικές συνεντεύξεις που λήφθηκαν από τα κεντρικά πρόσωπα.
Τα πιο τρανταχτά στοιχεία της έρευνας είναι:
- Οι επενδύσεις σε ελληνικά ομόλογα από ένα επίπεδο και άνω γίνονταν χωρίς τα απαραίτητα δικαιολογητικά.
- Δεν υπάρχει επαρκής πληροφόρηση και κάποια μέλη του διοικητικού συμβουλίου δεν είχαν ολοκληρωμένη εικόνα για την αγορά των ελληνικών ομολόγων.
- Η Κεντρική Τράπεζα για άγνωστο λόγο δεν έκανε ελέγχους ανά τακτά χρονικά διαστήματα.
- Η δομή των μπόνους για τον κ. Ηλιάδη και τον κ. Κυπρή ήταν εκτός προγραμματισμού της Τράπεζας, γεγονός που προκύπτει ότι η Τράπεζα συνέτεινε σε μια μείωση των μπόνους τους. Τα μπόνους ήταν βασισμένα στην επίδοση της Τράπεζας έναντι του ισολογισμού της.
Στο πόρισμα της έρευνας ο οίκος Alvarez & Marsal αναφέρει ότι ο Χριστάκης Πατσαλίδης διευθυντής του τμήματος Treasury της Τράπεζας Κύπρου, υποστήριξε ότι «το χαρτοφυλάκιο δεν ήταν κερδοφόρο. Επίσης οι στόχοι που είχε θέσει ο διευθύνων σύμβουλος Ανδρέας Ηλιάδης ήταν μη εφικτοί».
Ο Νικόλας Καρυδάς, διευθυντής διαχείρισης πιστωτικού κινδύνου και αγορών, συμφώνησε ότι «το χαρτοφυλάκιο δεν ήταν κερδοφόρο και οι άνθρωποι που το διαχειρίζονταν δεν είχαν επαρκή πείρα και αμείβονταν δυσανάλογα με τα κέρδη της Τράπεζας». Ο κ. Ηλιάδης θεωρούσε από την πλευρά του ότι «ο κ. Καρυδάς μπορούσε να κάνει καλύτερη δουλειά ώστε το χαρτοφυλάκιο να είχε μεγαλύτερο κέρδος».
Ο οίκος στο πόρισμά του αναφέρει ότι στις 16 Δεκεμβρίου 2009 η Τράπεζα Κύπρου ζήτησε και παρέλαβε 3 δισ. ευρώ από την ΕΚΤ. Τα χρήματα δεν χρησιμοποιήθηκαν για να καλύψουν μόνο το ισοζύγιο της Τράπεζας, αλλά έγινε επένδυση σε κρατικά ομόλογα. Στις 21 Δεκεμβρίου 2009 η επιτροπή ALCO ενέκρινε αύξηση στο επίπεδο των ομολόγων της Τράπεζας στα 6 δισ. ευρώ από το οποίο η επένδυση ήταν σε ελληνικά και κυπριακά ομόλογα από 2 δισ. ευρώ το καθένα.
Όπως αναφέρει το πόρισμα της Alvarez & Marsal, η επιτροπή ΑLCO και η υπεύθυνη Επιτροπή Διαχείρισης Κινδύνου αποκάλυψαν αύξηση στο επίπεδο επένδυσης στα ελληνικά ομόλογα από την Τράπεζα, χωρίς κανένα αποδεικτικό έγγραφο που να αποδεικνύει τη λογική της επιπλέον επένδυσης. Επισημαίνεται ότι ο κ. Ηλιάδης και ο κ. Κυπρή ήταν μέλη της Διαχειριστικής Επιτροπής Κινδύνου και «συναίνεσαν στις πιο πάνω αποφάσεις της Τράπεζας».
Από την έρευνα προκύπτει ότι η Κεντρική Τράπεζα Κύπρου είχε έλλειψη προσωπικού και εμπειρίας. Ο οίκος αναφέρει ότι η ΚΤΚ δεν ακολούθησε τη διαδικασία συλλογής πληροφοριών για τις επενδύσεις σε τακτά χρονικά διαστήματα, για άγνωστο λόγο.
Η έρευνα ασχολείται και με τη μετατροπή της Marfin Egnatia Bank σε ελληνική τράπεζα με την ονομασία Marfin Popular Bank, τη μετέπειτα Cyprus Popular Bank (Λαϊκή).
Ο οίκος Αlvarez διαμήνυσε ότι χρειαζόταν τα απαραίτητα έγγραφα από όλους στα σχετικά τμήματα των τραπεζών για να διεξάγει έρευνες. Ωστόσο οι αυστηροί νόμοι της Κύπρου που σχετίζονται με την προστασία των προσωπικών δεδομένων, οδηγούσαν σε μια συνεχιζόμενη καθυστέρηση για τη συγκέντρωση των εγγράφων της Λαϊκής. Ο οίκος ζήτησε να γίνει μια έρευνα για τους λόγους που οδήγησαν τη Λαϊκή να ζητήσει κρατική βοήθεια. Αυτό ήταν για να διαπιστωθεί κατά πόσον είχε σχέση η κατάσταση της Τράπεζας με τα ελληνικά ομόλογα. Στην έρευνα αναφέρεται ότι ο πρόεδρος της Λαϊκής, Ανδρέας Φιλίππου, σε συζήτηση με ανώτερο στέλεχος της Κεντρικής, υποστήριξε ότι η συγκεκριμένη έρευνα θα είχε επιπτώσεις στην πιθανή ανάκαμψη της τράπεζας. Το γεγονός αυτό πυροδότησε έναν διάλογο που κατέληξε στο συμπέρασμα να ελαχιστοποιηθεί η έρευνα. Η έρευνα δεν επικεντρώθηκε στη μετατροπή της Λαϊκής σε Marfin αλλά στην εποπτεία που διενήργησε η Κ.Τ. για τη μετατροπή.
Η έκθεση αποφαίνεται ότι διαγράφηκε μαρτυρικό υλικό από τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, δύο ανώτατων στελεχών της Τράπεζας Κύπρου.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, η ερευνητική ομάδα διαπίστωσε ότι οι δύο συγκεκριμένοι βασικοί θεματοφύλακες είχαν πολύ λίγα ή καθόλου ηλεκτρονικά μηνύματα κατά την περίοδο 2009 και 2010. Από εξειδικευμένη έρευνα που έγινε από τεχνικούς ηλεκτρονικών υπολογιστών, μετά την εξασφάλιση σχετικής άδειας από την Κεντρική Τράπεζα στις 8 Νοεμβρίου του 2012, διαφάνηκε ότι οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές των δύο ανώτατων στελεχών, Ανδρέα Ηλιάδη και Χριστάκη Πατσαλίδη, είχαν λογισμικό διαγραφής δεδομένων, το οποίο δεν αποτελούσε μέρος των συνήθων λογισμικών που εγκαθίσταντο στην Τράπεζα Κύπρου.
Από την έρευνα των τεχνικών ηλεκτρονικών υπολογιστών, διαφάνηκε ότι έγιναν μαζικές διαγραφές από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή του κ. Πατσαλίδη, στις 18 Οκτωβρίου του 2012. Διαφάνηκε επίσης ότι μερικές διαγραφές έγιναν και μετά την επιστολή της Κεντρικής Τράπεζας που είχε αποσταλεί στις 21 Αυγούστου του 2012, με την οποία τους ενημέρωνε ότι θα άρχιζε έρευνα και θα εξετάζονταν όλα τα δεδομένα τους.
Στην έκθεση της Alvarez & Marsal, αναφέρεται επίσης ότι ενημερώθηκαν ότι ο φορητός υπολογιστής του κ. Ηλιάδη, δόθηκε στον ίδιο, όταν έφυγε από την Τράπεζα και ότι αυτή ήταν η συνήθης πρακτική που ακολουθείτο για υψηλόβαθμα στελέχη.
No comments:
Post a Comment